κακοπονητικός

κακοπονητικός
κακοπονητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική ἕξις τοῡ σώματος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + πονητικός «ο γεμάτος ταλαιπωρίες» (< πονῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακοπονητική — κακοπονητικός unfit for toil fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”